Μετάβαση στο περιεχόμενο

κακοκεφιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοκεφιά οι κακοκεφιές
      γενική της κακοκεφιάς των κακοκεφιών
    αιτιατική την κακοκεφιά τις κακοκεφιές
     κλητική κακοκεφιά κακοκεφιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κακοκεφιά < κακόκεφ(ος) + -ιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κακοκεφιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τις λέξεις κακός και κέφι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]