κακοσφυξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοσφυξία < ελληνιστική κοινή κακοσφυξία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοσφυξία θηλυκό
- (ιατρική) ο ανώμαλος σφυγμός, που δεν είναι φυσιολογικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοσφυξία
|