κακοσφυγμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοσφυγμία < κακός + -ο- + σφυγμός + -ία (< ελληνιστική κοινή κακοσφυξία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοσφυγμία θηλυκό
- (ιατρική) ο ανώμαλος σφυγμός, που δεν είναι φυσιολογικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοσφυγμία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)