καλοσιδερωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλοσιδερωμένος < καλο- και σιδερωμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
καλοσιδερωμένος
- για ρούχο που έχει σιδερωθεί καλά
- Εχει πολύ καλο χέρι στο σίδερο, ο άντρας της βγαίνει στο δρόμο με τόσο καλοσιδερωμένα ρούχα! Νομίζεις ότι το παντελόνι και το πουκάμισο τα αγόρασε πριν από μια ώρα
- για άνθρωπο που φοράει ρούχο
- Στάσου! Δεν είσαι καλοσιδερωμένος, βάλε καλύτερα το άλλο πουκάμισο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλοσιδερωμένος
|