καμπανάτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμπανάτος η καμπανάτη το καμπανάτο
      γενική του καμπανάτου της καμπανάτης του καμπανάτου
    αιτιατική τον καμπανάτο την καμπανάτη το καμπανάτο
     κλητική καμπανάτε καμπανάτη καμπανάτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμπανάτοι οι καμπανάτες τα καμπανάτα
      γενική των καμπανάτων των καμπανάτων των καμπανάτων
    αιτιατική τους καμπανάτους τις καμπανάτες τα καμπανάτα
     κλητική καμπανάτοι καμπανάτες καμπανάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καμπανάτος <

Επίθετο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]