κανθαρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανθαρέλα < γαλλικά chanterelle < λατινικά cantharellus < λατινικά cantharus < αρχαία ελληνικά κάνθαρος (αγγείο πόσης με λαβές εκατέρωθεν)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανθαρέλα θηλυκό
- μανιτάρι γένους cantharellus
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανθαρέλα
|