κανθαρίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κανθαρίς αἱ κανθαρίδες
      γενική τῆς κανθαρίδος τῶν κανθαρίδων
      δοτική τῇ κανθαρίδ ταῖς κανθαρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κανθαρίδ τὰς κανθαρίδᾰς
     κλητική ! κανθαρίς* κανθαρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανθαρίδε
γεν-δοτ τοῖν  κανθαρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανθαρίς < κάνθαρ(ος) + -ίς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κανθαρίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανθαρίς θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κάνθαρος

Πηγές[επεξεργασία]