κανθαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κανθαρίδα < αρχαία ελληνική κανθαρίς / κάνθαρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κανθαρίδα θηλυκό
- (έντομο) είδος χρυσοπράσινου σκαθαριού (Lytta vesicatoria), της οικογένειας των μηλοϊδών, απ' το οποίο παράγεται η κανθαριδίνη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- κανθαριδίνη
- → δείτε τη λέξη σκαθάρι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κανθαρίδα