κανθαρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Lytta vesicatoria
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανθαρίδα οι κανθαρίδες
      γενική της κανθαρίδας των κανθαρίδων
    αιτιατική την κανθαρίδα τις κανθαρίδες
     κλητική κανθαρίδα κανθαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κανθαρίδα < αρχαία ελληνική κανθαρίς / κάνθαρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κανθαρίδα θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]