κανονικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κανονικότης | αἱ | κανονικότητες | ||||
γενική | τῆς | κανονικότητος | τῶν | κανονικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κανονικότητι | ταῖς | κανονικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κανονικότητα | τὰς | κανονικότητας | ||||
κλητική ὦ! | κανονικότης | κανονικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κανονικότης < κανονικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κανονικότης θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .