καπνοπαραγωγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καπνοπαραγωγικός < καπνοπαραγωγ(ή) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
καπνοπαραγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την καπνοπαραγωγή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καπνοπαραγωγικός
|