καπνοσύριγγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καπνοσύριγγα θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κανποσύριγξ (στην καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καπνοσύριγγα
|