καπριτσιόζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καπριτσιόζα οι καπριτσιόζες
      γενική της καπριτσιόζας
    αιτιατική την καπριτσιόζα τις καπριτσιόζες
     κλητική καπριτσιόζα καπριτσιόζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καπριτσιόζα < καπριτσιόζ(ος) + κατάληξη θηλυκού [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.pɾiˈt͡sço.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐κα‐πρι‐τσιό‐ζα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καπριτσιόζα θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καπριτσιόζος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

καπριτσιόζα

Αναφορές[επεξεργασία]