καραμανλικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καραμανλικός η καραμανλική το καραμανλικό
      γενική του καραμανλικού της καραμανλικής του καραμανλικού
    αιτιατική τον καραμανλικό την καραμανλική το καραμανλικό
     κλητική καραμανλικέ καραμανλική καραμανλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καραμανλικοί οι καραμανλικές τα καραμανλικά
      γενική των καραμανλικών των καραμανλικών των καραμανλικών
    αιτιατική τους καραμανλικούς τις καραμανλικές τα καραμανλικά
     κλητική καραμανλικοί καραμανλικές καραμανλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καραμανλικός < Καραμανλής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

καραμανλικός, -ιά, -ό

  1. σχετικά με τον Καραμανλή
  2. σχετικά με πολιτική γραμμή του Καραμανλή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]