καστρί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καστρί, κάστρο, Κάστρο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καστρί τα καστριά
      γενική του καστριού των καστριών
    αιτιατική το καστρί τα καστριά
     κλητική καστρί καστριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καστρί < κάστρ(ο) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaˈstɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐στρί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καστρί ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)