καταθρενία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταθρενία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική catathrenia < αρχαία ελληνική κατά + θρῆνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταθρενία θηλυκό
- (ιατρική) άλλη μορφή του καταθρηνία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Catathrenia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταθρενία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)