θρῆνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θρήνος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρῆνος οἱ θρῆνοι
      γενική τοῦ θρήνου τῶν θρήνων
      δοτική τῷ θρήν τοῖς θρήνοις
    αιτιατική τὸν θρῆνον τοὺς θρήνους
     κλητική ! θρῆνε θρῆνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρήνω
γεν-δοτ τοῖν  θρήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θρῆνος < θρέομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θρῆνος θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]