κατακρεουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κατακρεουργῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατακρεουργώ < αρχαία ελληνική κατακρεουργέω / κατακρεουργῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική massacrer)

Ρήμα[επεξεργασία]

κατακρεουργώ (παθητική φωνή: κατακρεουργούμαι)

  1. σφάζω κάποιον διαμελίζοντάς τον
     συνώνυμα: κατασφάζω
  2. (μεταφορικά) περικόπτω σημεία ενός κειμένου, κινηματογραφικού έργου κ.λπ. λογοκρίνοντάς το
     συνώνυμα: πετσοκόβω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]