καταλοιβάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καταλοιβάδα οι καταλοιβάδες
      γενική της καταλοιβάδας των καταλοιβάδων
    αιτιατική την καταλοιβάδα τις καταλοιβάδες
     κλητική καταλοιβάδα καταλοιβάδες
Κυρίως στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταλοιβάδα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.liˈva.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λοι‐βά‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταλοιβάδα θηλυκό

  • (σπάνιο, λόγιο) το στάξιμο βαφής πάνω σε αγγείο
    ※  Στις μεταγενέστερες φάσεις συνεχίζουν, όπως είδαμε, να χρησιμοποιούνται όλοι οι τύποι κονιαμάτων και οι συνδυασμοί τους, η διακόσμηση όμως δε φτάνει ποτέ στις εικονιστικές παραστάσεις, αλλά συνεχίζει με απλά γνωστά θέματα (ταινίες, καταλοιβάδες) και άλλα που είναι δύσκολο να προσδιοριστούν.
    Χρυσικοπούλου, Ελισάβετ (2006), Τεχνολογικές παρατηρήσεις στα κονιάματα από τον Πετρά Σητείας: Η ποικιλία που ξαφνιάζει, Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Τόμος Α1, Ηράκλειο: Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, σσ. 317-331
    ※  Πλήθος αγγείων μαζί με καμένα ξύλα και τρεις πίθοι, ένας με καταλοιβάδες, βρέθηκαν πεσμένοι από τον άνω όροφο. Τα αγγεία βρέθηκαν στον βόρειο και δυτικό τοίχο, ίσως πεσμένα από ράφια άνω ορόφου.
    Σαπουνά-Σακελλαράκη, Έφη (12 Νοεμβρίου 2012), Ο πλούτος του Ψηλορείτη, archaiologia.gr
    ※  Οι πίθοι από την Μύρτο είναι διακοσμημένοι με γραπτή διακόσμηση με καταλοιβάδες, που ίσως είναι μία ένδειξη του περιεχομένου τους ή απλά μια λεπτή αίσθηση χιούμορ.
    Γκινούδης, Συμεών (χ.χ), Η κρητική διατροφή κατά την Εποχή του Χαλκού, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]