καταρίθμησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καταρίθμησῐς αἱ καταριθμήσεις
      γενική τῆς καταριθμήσεως τῶν καταριθμήσεων
      δοτική τῇ καταριθμήσει ταῖς καταριθμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν καταρίθμησῐν τὰς καταριθμήσεις
     κλητική ! καταρίθμησῐ καταριθμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταριθμήσει
γεν-δοτ τοῖν  καταριθμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταρίθμησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καταριθμέω / καταριθμῶ (< κατ- + ἀριθμέω), καταριθμη- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καταρίθμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ἀρίθμησις και ἀριθμός

Πηγές[επεξεργασία]