καταφώτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταφώτιστος < (ελληνιστική κοινή) καταφωτίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
καταφώτιστος, -η, -ο
- άλλη μορφή του κατάφωτος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατάφωτος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταφώτιστος
|