καυχησιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καυχησιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καυχησιάρης[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kaf.çiˈsça.ɾis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καυχησιάρης αρσενικό
- αυτός που συνηθίζει να καυχιέται για τα πραγματικά ή φανταστικά κατορθώματά του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- καύχημα
- καυχησιάρικος (επίθετο)
- → και δείτε τη λέξη καυχιέμαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καυχησιάρης
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ καυχησιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)