κεφαλόπονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλόπονος < μεσαιωνική ελληνική κεφαλόπονος < κεφάλι + -ο- + πόνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλόπονος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κεφαλοπονώ
- → δείτε τις λέξεις κεφάλι και πόνος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κεφαλόπονος
|