κλαδοδέματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κλαδοδέματα | ||
γενική | των | κλαδοδεμάτων | ||
αιτιατική | τα | κλαδοδέματα | ||
κλητική | κλαδοδέματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαδοδέματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- κλαδιά, κορμοί δέντρων και άλλα παρόμοια τα οποία συναρμόζουν μεταξύ τους, ώστε να περιοριστεί η διάβρωση του εδάφους σ’ ένα (καμένο) δάσος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαδοδέματα
|