κορμοφράγματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορμοφράγματα
      γενική των κορμοφραγμάτων
    αιτιατική τα κορμοφράγματα
     κλητική κορμοφράγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορμοφράγματα < κορμ(ός) + -ο- + φράγματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koɾ.moˈfɾaɣ.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐μο‐φράγ‐μα‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορμοφράγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]