κλαδοπλέγματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κλαδοπλέγματα
      γενική των κλαδοπλεγμάτων
    αιτιατική τα κλαδοπλέγματα
     κλητική κλαδοπλέγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κλαδοπλέγματα < κλαδ(ί) + -ο- + πλέγματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kla.ðoˈpleɣ.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλα‐δο‐πλέγ‐μα‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κλαδοπλέγματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]