κορμοδέματα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορμοδέματα
      γενική των κορμοδεμάτων
    αιτιατική τα κορμοδέματα
     κλητική κορμοδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κορμοδέματα < κορμ(ός) + -ο- + δέματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koɾ.moˈðe.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐μο‐δέ‐μα‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κορμοδέματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κορμοδέματαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)