κλαπατσίμπαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλαπατσίμπαλο < ειρωνική παραποίηση του μεσαιωνικού κλαβιτσίμπαλον πιθανόν με παρασύνδεση προς το κλάπα ή κλάπα κλάπα. (Δείτε το ιταλικό clavicembalo < μεσαιωνικά λατινικά clavicymbalum, clavis, αρχαία ελληνική κύμβαλον).[1][2]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλαπατσίμπαλο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- (μεταφορικά, μειωτικό) ενοχλητικό ή κακόηχο μουσικό όργανο
- (κατ’ επέκταση) ενοχλητική συσκευή αναπαραγωγής ή αναμετάδοσης ήχου
- κλείσε αυτό το κλαπατσίμπαλο επιτέλους!
- (συνεκδοχικά) κακής ποιότητας κατασκευής συσκευή αναπαραγωγής ή αναμετάδοσης ήχου
- που το βρήκες αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- → και δείτε τη λέξη κλαπατσίμπαλα (στον πληθυντικό)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κλαπατσίμπαλο
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ κλαπατσίμπαλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ λήμμα «κλαπατσίμπανο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.