κομίστας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κομίστας | οι | κομίστες |
γενική | του | κομίστα | των | κομιστών |
αιτιατική | τον | κομίστα | τους | κομίστες |
κλητική | κομίστα | κομίστες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κομίστας αρσενικό (θηλυκό κομίστρια ή κομίστα)
- (επάγγελμα) δημιουργός κόμικς
- ※ Πέθανε ο Mordillo, o Αργεντίνος σκιτσογράφος και κομίστας που αγαπήθηκε παγκοσμίως για τα χρωματιστά του σκίτσα και τις απεικονίσεις ζώων, με διασημότερη αυτή της καμηλοπάρδαλης. (www.lifo.gr, 30/6/2019)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κομίστας
|