κομίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κομιστής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομίστας οι κομίστες
      γενική του κομίστα των κομιστών
    αιτιατική τον κομίστα τους κομίστες
     κλητική κομίστα κομίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κομίστας < κόμικς + -ίστας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρσενικό (θηλυκό: κομίστρια & κομίστα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]