κορδάκισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κορδάκισμα < ελληνιστική κοινή κορδάκισμα < κορδακίζω < αρχαία ελληνική κόρδαξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κορδάκισμα ουδέτερο
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κορδακίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κορδάκισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)