κοτσάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοτσάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική cozzare (χτυπάω, χτυπάω με τα κέρατα) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈt͡sa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐τσά‐ρω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοτσάρω, αόρ.: κότσαρα/κοτσάρισα, μτχ.π.π.: κοτσαρισμένος [2] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συνδέω κάτι στον κοτσαδόρο του οχήματος
    Έχει στραβώσει ο σύνδεσμος και δεν μπορώ να κοτσάρω τη νταλίκα.
  2. (οικείο) προσθέτω κάτι παράταιρο ή υπερβολικό
    Κοτσάρισε και μια τζίφρα εδώ κάτω, κι είναι έτοιμη η αίτηση!
  3. (οικείο) επιβάλλω κάτι (όπως ποινή) υπερβολικό ή άδικο
    Μου κοτσάρισε μια κλήση, 100 ευρώ...

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κοτσάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).