τζίφρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τζίφρα | οι | τζίφρες |
γενική | της | τζίφρας | των | τζιφρών |
αιτιατική | την | τζίφρα | τις | τζίφρες |
κλητική | τζίφρα | τζίφρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τζίφρα < (άμεσο δάνειο) βενετική zifra < αραβική صِفْر (ʂifr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τζίφρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η υπογραφή με μονοκοντυλιά (ενίοτε δυσανάγνωστη)
- ※ βάλε μια τζίφρα εδώ και πάρ’ το το συμβόλαιο
- το μονόγραμμα, η μονογραφή
- δυσανάγνωστη γραφή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)