κουλάκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κουλάκος | οι | κουλάκοι |
γενική | του | κουλάκου | των | κουλάκων |
αιτιατική | τον | κουλάκο | τους | κουλάκους |
κλητική | κουλάκε | κουλάκοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουλάκος αρσενικό