κοχυλάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοχυλάκι τα κοχυλάκια
      γενική
    αιτιατική το κοχυλάκι τα κοχυλάκια
     κλητική κοχυλάκι κοχυλάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοχυλάκι < κοχύλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κοχυλάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κοχύλι
  2. τύπος ζυμαρικού με σχήμα μικρού κοχυλιού

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]