κοχυλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοχυλάκι | τα | κοχυλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κοχυλάκι | τα | κοχυλάκια |
κλητική | κοχυλάκι | κοχυλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοχυλάκι < κοχύλι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοχυλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του κοχύλι
- τύπος ζυμαρικού με σχήμα μικρού κοχυλιού
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοχυλάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)