κρήμνισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρήμνισῐς αἱ κρημνίσεις
      γενική τῆς κρημνίσεως τῶν κρημνίσεων
      δοτική τῇ κρημνίσει ταῖς κρημνίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κρήμνισῐν τὰς κρημνίσεις
     κλητική ! κρήμνισῐ κρημνίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρημνίσει
γεν-δοτ τοῖν  κρημνισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρήμνισις < κρημνί(ζω) + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρήμνισις, -εως θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]