κρητιδογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρητιδογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾi.ti.ðoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρη‐τι‐δο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρητιδογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που ζωγραφίζει κρητιδογραφίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρητιδογράφος
|