κρούπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κρούπι | τα | κρούπια |
γενική | του | κρουπιού | των | κρουπιών |
αιτιατική | το | κρούπι | τα | κρούπια |
κλητική | κρούπι | κρούπια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρούπι < κουρούπι < μεσαιωνική ελληνική *κορύπη < αρχαία ελληνική κόρυμβος (Έχει προταθεί και η ετυμολόγηση από το (συριακό-αραμαϊκό) geroba)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρούπι ουδέτερο (& κουρούπι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρούπι
|