κρούπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρούπι τα κρούπια
      γενική του κρουπιού των κρουπιών
    αιτιατική το κρούπι τα κρούπια
     κλητική κρούπι κρούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρούπι < κουρούπι < μεσαιωνική ελληνική *κορύπη < αρχαία ελληνική κόρυμβος (Έχει προταθεί και η ετυμολόγηση από το (συριακό-αραμαϊκό) geroba)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρούπι ουδέτερο (& κουρούπι)

  1. πήλινο αγγείο
  2. μεθυσμένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]