κουρούπι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρούπι τα κουρούπια
      γενική του κουρουπιού των κουρουπιών
    αιτιατική το κουρούπι τα κουρούπια
     κλητική κουρούπι κουρούπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουρούπι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρούπι < *κορύπη < αρχαία ελληνική κόρυμβος < κόρυς
(Έχει προταθεί και η ετυμολόγηση από το (συριακό-αραμαϊκό) geroba) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουρούπι ουδέτερο (ιδιωματικό) (& κρούπι)

  1. πήλινο αγγείο
  2. σπασμένο αγγείο με απομεινάρια από τα τοιχώματα[2]
    οι κότες πίνουν νερό από το κουρούπι
  3. (σκωπτικό, παρωχημένο) το κεφάλι, η κεφάλα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) → δείτε τη λέξη κουρούπα

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. κουρούπι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  2. «κορούπι - ἀγγεῖον ἐξ ὑδρίας θραυσθείσης, ἡ βάσις τῆς ὑδρίας μετὰ τῶν τοιχωμάτων» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .