κρυπτολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυπτολογία < κρυπτο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυπτολογία θηλυκό
- η επιστήμη ή η μελέτη των κρυπτογραφημάτων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυπτολογία