κυάνωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κυάνωσῐς αἱ κυανώσεις
      γενική τῆς κυανώσεως τῶν κυανώσεων
      δοτική τῇ κυανώσει ταῖς κυανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κυάνωσῐν τὰς κυανώσεις
     κλητική ! κυάνωσῐ κυανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κυανώσει
γεν-δοτ τοῖν  κυανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυάνωσις < *κυανόω/κυανῶ + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική κυανός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυάνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]