κυβερνοαπάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνοαπάτη οι κυβερνοαπάτες
      γενική της κυβερνοαπάτης των κυβερνοαπατών
    αιτιατική την κυβερνοαπάτη τις κυβερνοαπάτες
     κλητική κυβερνοαπάτη κυβερνοαπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυβερνοαπάτη < κυβερνο- + απάτη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberfraud)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυβερνοαπάτη θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]