κυβερνοαπάτη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυβερνοαπάτη οι κυβερνοαπάτες
      γενική της κυβερνοαπάτης των κυβερνοαπατών
    αιτιατική την κυβερνοαπάτη τις κυβερνοαπάτες
     κλητική κυβερνοαπάτη κυβερνοαπάτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυβερνοαπάτη < κυβερνο- + απάτη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cyberfraud)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κυβερνοαπάτη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]