κυστεολιθοτριψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυστεολιθοτριψία < κύστη + -ο- + λιθοτριψία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυστεολιθοτριψία θηλυκό
- (ιατρική) επέμβαση με τη βοήθεια κυστεοσκοπίου για την αντιμετώπιση των λίθων της ουροδόχου κύστης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυστεολιθοτριψία
|