λαολειχία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /la.o.liˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ο‐λει‐χί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λαολειχία θηλυκό
- (πολιτική, νεολογισμός) η υπόσχεση πραγματοποίησης των λαϊκών επιθυμιών (όπως διορισμούς στο δημόσιο) για την εξασφάλιση ψήφων
- ※ Το καθαρευουσιάνικο ρήμα «λείχω», που στη δημοτική σημαίνει «γλείφω», είναι κυρίως γνωστό από τη συμβολή του στη δημιουργία του δεύτερου συνθετικού λέξεως η οποία υποδηλώνει συνήθη σεξουαλική πράξη. Αντίθετα, αυτό που θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως «λαολειχία» υπήρξε ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά της ιστορικοπολιτικής περιόδου που έμεινε γνωστή ως Μεταπολίτευση.
- tanea.gr, Θανάσης Διαμαντόπουλος Το τέλος της «λαολειχίας» 12 Φεβρουαρίου 2012
- ※ (...)η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, προ των πυλών της ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, αποφασίζει αταλάντευτα για προνομιακές σχέσεις με το veritable λαολειχία του Καμμένου,για επικοινωνιακή υπερεπένδυση στην αντιστροφή της σχέσης αιτίου-αιτιατού στη σχέση Κρίση-Μνημόνιο,(...)
- metarithmisi.gr, Ηλίας Τσίγκας Το πολιτικό κι ιδεολογικό βάθος στην υπόθεση Τατσόπουλου 14 Ιανουαρίου 2014
- ※ Το καθαρευουσιάνικο ρήμα «λείχω», που στη δημοτική σημαίνει «γλείφω», είναι κυρίως γνωστό από τη συμβολή του στη δημιουργία του δεύτερου συνθετικού λέξεως η οποία υποδηλώνει συνήθη σεξουαλική πράξη. Αντίθετα, αυτό που θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως «λαολειχία» υπήρξε ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά της ιστορικοπολιτικής περιόδου που έμεινε γνωστή ως Μεταπολίτευση.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λαολειχία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)