λαρυγγολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαρυγγολογικός < λαρυγγολόγ(ος) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
λαρυγγολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη λαρυγγολογία και τους λαρυγγολόγους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαρυγγολογικός
|