λαχανοπῶλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαχανοπῶλις | αἱ | λαχανοπώλιδες | ||||
γενική | τῆς | λαχανοπώλιδος | τῶν | λαχανοπωλίδων | ||||
δοτική | τῇ | λαχανοπώλιδι | ταῖς | λαχανοπώλισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λαχανοπῶλιν | τὰς | λαχανοπώλιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | λαχανοπῶλι | λαχανοπώλιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαχανοπῶλις < λαχανοπώλ(ης) + -ις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαχανοπῶλις, -ιδος θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- s.v. λαχανοπώλης - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.