λεμονάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεμονάδικο τα λεμονάδικα
      γενική του λεμονάδικου των λεμονάδικων
    αιτιατική το λεμονάδικο τα λεμονάδικα
     κλητική λεμονάδικο λεμονάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεμονάδικο < λεμόν(ι) + -άδικο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /le.moˈna.ði.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λε‐μο‐νά‐δι‐κο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεμονάδικο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λεμονάδικο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)