λεμονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λεμονιά | οι | λεμονιές |
γενική | της | λεμονιάς | των | λεμονιών |
αιτιατική | τη | λεμονιά | τις | λεμονιές |
κλητική | λεμονιά | λεμονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λεμονιά θηλυκό
- (δέντρο) αειθαλές οπωροφόρο δέντρο (λατινικό όνομα Citrus limon) με ελλειψοειδή φύλλα και άνθη με άσπρα πέταλα, το οποίο κατάγεται από την Ασία και παράγει τον καρπό λεμόνι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη λεμόνι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεμονιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]λεμονιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του λεμονής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του λεμονής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)