λεπρωτικός
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λεπρωτικ
ός
η
λεπρωτικ
ή
το
λεπρωτικ
ό
γενική
του
λεπρωτικ
ού
της
λεπρωτικ
ής
του
λεπρωτικ
ού
αιτιατική
τον
λεπρωτικ
ό
τη
λεπρωτικ
ή
το
λεπρωτικ
ό
κλητική
λεπρωτικ
έ
λεπρωτικ
ή
λεπρωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λεπρωτικ
οί
οι
λεπρωτικ
ές
τα
λεπρωτικ
ά
γενική
των
λεπρωτικ
ών
των
λεπρωτικ
ών
των
λεπρωτικ
ών
αιτιατική
τους
λεπρωτικ
ούς
τις
λεπρωτικ
ές
τα
λεπρωτικ
ά
κλητική
λεπρωτικ
οί
λεπρωτικ
ές
λεπρωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
λεπρωτικός
(el)
(
σπανιότερα
:
λεπρωσικός
)
λεπρογόνος, που προκαλεί
λέπρα
-
λέπρωση
λεπρογενής
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες