λιμνάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λιμνάζω < αρχαία ελληνική λιμνάζω < λίμνη

λιμνάζω

  1. (κυριολεκτικά) είμαι στάσιμος, σχηματίζω λίμνη
     συνώνυμα: βαλτώνω
  2. (μεταφορικά) είμαι ακίνητος και αδρανής
     συνώνυμα: τελματώνομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]