λούτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λούτσα | οι | λούτσες |
γενική | της | λούτσας | — | |
αιτιατική | τη | λούτσα | τις | λούτσες |
κλητική | λούτσα | λούτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λούτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης luža (λάκκος με νερό)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlu.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐τσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λούτσα θηλυκό
- (γεωγραφία) φυσική ή τεχνητή κοιλότητα στο έδαφος, όπου συγκεντρώνονται ποσότητες νερού
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Λούτσα (τοπωνύμιο)
Επίρρημα[επεξεργασία]
λούτσα (τροπικό επίρρημα)
- βρεγμένος, μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λούτσα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λούτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Τροπικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)