λυτήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυτήριο τα λυτήρια
      γενική του λυτηρίου
λυτήριου
των λυτηρίων
    αιτιατική το λυτήριο τα λυτήρια
     κλητική λυτήριο λυτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λυτήριο < λύνω + -τήριο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐τή‐ρι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λυτήριο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • λυτήριο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)